καιρός

καιρός
ο
1) время;

χάνω καιρό — терять время;

χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;

μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;

2) удобный случай, подходящий момент, пора;

εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;

βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;

3) пора расцвета, созревания;

είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;

4) погода;

ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;

κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;

εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;

5) время, времена; эпоха, эра;

καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;

στον παληό καιρό — в старые времена;

§ θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;

περνώ τον καιρό μου — проводить время;

έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;

καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);

είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;

μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);

από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;

με τον καιρό — со временем;

προ καιρου — давно;

πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;

από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;

κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;

εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;

γνά πολύν καιρό — надолго;

τον καιρός πού... — в то время как...;

τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);

καιρός ήτανε — давно бы так;

ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;

κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;

ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;

έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "καιρός" в других словарях:

  • Καιρός —         (kairos) (греч.) надлежащая мера; благоприятный момент; удача; выгода. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — due measure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καῖρος — row of thrums masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καίρος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρύσον τὸ πῦρ. — См. Друг познается в несчастии …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιροῖν — Καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιροῖν — καιρός due measure masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»